- πολύτριχος
- ος , ον с густыми волосами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύτριχος — η, ο / πολύτριχος, ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, τριχος, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων… … Dictionary of Greek
πολύτριχος — πολύθριξ masc/fem gen sg πολύτριχος very hairy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχος — η, ο αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτρίχους — πολύτριχος very hairy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχοι — πολύτριχος very hairy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτριχον — very hairy neut nom/voc/acc sg πολύτριχος very hairy masc/fem acc sg πολύτριχος very hairy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυτριχία — και πολυτρίχωση, η, Ν [πολύτριχος] η ύπαρξη έντονης τριχοφυΐας, ιδίως στην κόμη και στον θώρακα … Dictionary of Greek
πολύθριξ — τριχος, ΜΑ βλ. πολύτριχος … Dictionary of Greek
πολύτριχο — το / πολύτριχον ΝΑ βλ. πολύτριχος … Dictionary of Greek
πολυτρίχου — πολύτριχον very hairy neut gen sg πολύτριχος very hairy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)